Βιογραφικό Σημείωμα
Ο Δημήτρης Δραγατάκης γεννήθηκε στην Πλατανούσα της ¶ρτας το 1914 και πέθανε στις 18 Δεκεμβρίου του 2001 στην Αθήνα. άρχισε μαθήματα βιολιού σε ηλικία δεκαέξι ετών με τον Γεώργιο Ψύλλα στο Εθνικό Ωδείο, και αποφοίτησε το 1939. Από το 1949 ξεκίνησε μαθήματα σύνθεσης με τον Λεωνίδα Ζώρα και τον Μανώλη Καλομοίρη στο ίδιο ωδείο (δίπλωμα σύνθεσης το 1955). Παράλληλα δίδασκε ο ίδιος βιολί στο Εθνικό Ωδείο. Το ενδιαφέρον του για τις νεότερες τεχνοτροπίες εκδηλώθηκε χάρη σε δική του πρωτοβουλία εντελώς ανεξάρτητα από τους δασκάλους του.
Με προτροπή του Μ. Καλομοίρη στράφηκε στη βιόλα και αποτέλεσε, από το 1944 και για μία εικοσαετία, μέλος της ορχήστρας της Λυρικής Σκηνής. Το 1977 καταλαμβάνει τη θέση του καθηγητή αρμονίας, αντίστιξης, φούγκας και ενορχήστρωσης στο Εθνικό Ωδείο από την οποία αποχωρεί το 1997. Ήταν αναπληρωτής Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Εθνικού Ωδείου, Αντιπρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών και Αντιπρόεδρος της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών.
Ο κατάλογός του περιλαμβάνει πάνω από εκατό έργα για όλα σχεδόν τα είδη. Τα πρώτα του χρονολογημένα έργα φέρουν την ημερομηνία 1957, περιλαμβάνονται όμως και παλαιότερα έργα, χωρίς χρονολογία σύνθεσης. Σημαντικό μέρος της παραγωγής του καταλαμβάνουν οι μεγάλες μορφές (έξι συμφωνίες, κοντσέρτα και κοντσερτίνα).
Ο Δ. Δραγατάκης είχε επανειλημμένως τιμηθεί για το έργο του με πολλές διακρίσεις. Το 1958 βραβεύτηκε στο διαγωνισμό της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών για το Κουαρτέτο εγχόρδων αρ. 1, το 1960 στο διαγωνισμό σύνθεσης του Ελληνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας για το Κουαρτέτο Εγχόρδων αρ. 3. Το 1964 το Κουϊντέτο για ξύλινα πνευστά διακρίθηκε σε διαγωνισμό της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών. Το 1981 η Συμφωνία αρ.5 τιμήθηκε με το Α' Βραβείο στο διαγωνισμό σύνθεσης του Υπουργείου Πολιτισμού.
Το 1988 κατόπιν παραγγελίας του Δήμου Ηρακλείου γράφει το Κονσερτίνο για σαντούρι και ορχήστρα, ένα εγχείρημα σύμπραξης μιας καθιερωμένης «κλασικής» μορφής με ένα όργανο που φέρει έντονα τα παραδοσιακά ηχοχρωματικά και πολιτιστικά χαρακτηριστικά. ¶λλες σημαντικές παραγγελίες ήταν τα έργα Ωδή ΧΙΙΙ για φωνή και μικρό σύνολο, για το έτος Κάλβου (Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, 1992) και Κοντσέρτο για βιόλα και ορχήστρα (Μέγαρο Μουσικής, 1992).
Το γεγονός ότι η σταδιοδρομία του ως συνθέτη ξεκίνησε σε σχετικά μεγάλη ηλικία (40-42 ετών), όταν οι βασικές του κατευθύνσεις και η στάση ζωής του είχαν πλέον κατασταλάξει, συνέβαλε στο να διατηρήσει μια έντονα ανεξάρτητη πορεία χωρίς να «παρασυρθεί» από τις εκάστοτε μόδες των πρωτοποριακών ρευμάτων που κυριαρχούσαν τις δεκαετίες του ?60 και του ?70. Ήδη το πρώτο του έργο (Κουαρτέτο εγχόρδων αρ.1, 1957) φέρει τη σφραγίδα της ωριμότητας και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του προσωπικού του ύφους.
Η μουσική του γλώσσα ενσωμάτωνε διδάγματα από το αρχαίο ελληνικό δράμα και τη μελοποιία του ηπειρώτικου δημοτικού τραγουδιού. Ωστόσο ο Δραγατάκης δε συμμετήχε στους προβληματισμούς της εθνικής σχολής καθώς υιοθέτησε εξ αρχής σύγχρονα μέσα (Ζαλούχ, 1971) και πρωτοποριακές τεχνικές. Κύρια χαρακτηριστικά του ήταν η απόλυτη ελληνικότητα της ταυτότητας του, που δεν καταφεύγει στο φολκλόρ και η αμεσότητα επικοινωνίας που διεγείρει απόηχους από τις ηχητικότητες της παράδοσης (Μυθολογία ΙΙΙ, 1985).
Ο Γ. Λεωτσάκος, περιγράφοντας το ύφος του συνθέτη, αναφέρεται στον ελεύθερα ατονικό χαρακτήρα της γραφής του, την άμεση αναγνωρισιμότητα του και την ποικιλία των στοιχείων του: το ισοκράτημα, τη «στικτογραφία» (pointillisme), τη χρήση μικρών μελωδικών κυττάρων που κάποτε θυμίζουν το δημοτικό τραγούδι, τα μικροπερίοδα ρυθμικά οστινάτι, την εκφραστική και λειτουργική μελοπλασία του, που ευνοεί ιδίως τα διαστήματα έβδομης και ένατης. Στα πιο πρόσφατα έργα του ο Δραγατάκης μαλακώνει τα περιγράμματα των «μελωδικών» του γραμμών με λιγότερο κατακερματισμένες φράσεις ενώ η εκφραστική του χειρονομία αποκτά ένα εύρος και μια υποβλητική δραματικότητα, που, με την πάντα εύπλαστη μορφή της, αναφέρεται σε ύφος και ήθος συγγενή με τις μεταρομαντικές τάσεις.
|